εξατμιστός

εξατμιστός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να εξατμιστεί, ο εξατμίσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”